Η Αίγινα είναι το πιο δημοφιλές νησί
του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του και περιβάλλεται
από το Αγκίστρι, τα Μέθανα, την Τροιζήνα, τον Πόρο και τις ακτές της
ηπειρωτικής Αττικής. Το έδαφός της είναι ηφαιστειογενές, με τις βόρειες
περιοχές να αποτελούνται από ιζηματογενή πετρώματα και τις νότιες από
εκρηξιγενή και αποτελείται από χαμηλούς λόφους και κάποιες πεδινές
εκτάσεις. Το ψηλότερο βουνό της είναι το Όρος, με ύψος 532 μέτρα, ενώ
χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν έχει ποτάμια ή γενικότερα τρεχούμενο
νερό.
Κατά την αρχαιότητα ήταν εποικιστικό κέντρο Πελοποννησίων, Μυρμιδόνων και Αιγιατών. Αργότερα, εντάχθηκε μαζί με άλλες ναυτικές πόλεις στο θεσμό της Αμφικτυονίας της Καλαυρίας, συμμετείχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ενάντια στους Πέρσες και κατά την κλασική εποχή ήταν πόλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η πόλη της Αίγινας ήταν και η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Σήμερα, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση, πληθυσμό και ανάπτυξη νησί του Αργοσαρωνικού αφού προσελκύει αρκετό κόσμο λόγω της εγγύτητάς της με την Αθήνα, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες ο τουρισμός να αποτελεί την βασικότερη οικονομική δραστηριότητα του νησιού.
Η μυθολογία θέλει την Αίγινα να οφείλει την ονομασία της στην κόρη του Θεού Ασωπού Αίγινα, την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας και την απήγαγε στο νησί Οινώνη που μετονομάστηκε σε Αίγινα. Η στρατηγική της θέση κατά την αρχαιότητα φαίνεται ότι ήταν ο λόγος που κατοικήθηκε πριν από το 3.500 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Αίγινα υπήρξε αποικία της Επιδαύρου. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί Μινωικά κεραμικά του 2000 π.Χ. περίπου, όπως και κοσμήματα από χρυσό που ανήκουν στη ύστερη περίοδο της Μυκηναϊκής τέχνης, τα οποία συνηγορούν στην εκδοχή της διατήρησης του μυκηναϊκού πολιτισμού για μερικές γενιές μετά την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι φαίνεται να κατέκτησαν το νησί το 950 π.Χ.
Τον 7ο αιώνα π.Χ. η Αίγινα συμμετείχε στην πολιτική ομοσπονδία υπό την ονομασία Αμφικτιονία της Καλαυρίας μαζί με την Αθήνα, το Βοιωτικό Ορχομενό, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη και τη Ναυπλία, με σκοπό την πάταξη της ακμάζουσας πειρατείας στο Αιγαίο, λόγω της παρακμής των Μυκηναίων. Κατά την αρχαϊκή εποχή (734 – 459 π.Χ.) η Αίγινα γνώρισε μεγάλη ακμή εξελισσόμενη σε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη της εποχής αναπτύσσοντας εξαγωγικό εμπόριο πήλινων αγγείων και αρωμάτων εγχώριας παραγωγής. Οι Αιγινήτες υπήρξαν οι πρώτοι που έφτιαξαν ασημένια νομίσματα στον ελλαδικό χώρο, λίγες δεκαετίες μετά την επινόηση του νομίσματος από τους Λυδούς. Επίσης, οι Αιγινήτες είχαν σημαντικά συμφέροντα στον Ελλήσποντο ενώ ήταν μέτοχοι στον εμπορικό σταθμό της αιγυπτιακής πόλης Ναυκράτιδος.
Η ναυτική πρωτοκαθεδρία της Αίγινας και η εδραίωση της ολιγαρχικής παράταξης στην εξουσία αποτελούσε εμπόδιο στις επιδιώξεις της Αθήνας με αποτέλεσμα ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. να παρατηρείται ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι στους Μηδικούς Πολέμους είχαν υποστηρίξει τον Δαρείο, στους Περσικούς Πολέμους συνασπίστηκαν με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, λαμβάνοντας μαζί με τους Αθηναίους τα πρωτεία.
Μετά το τέλος του πολέμου η Αίγινα συνασπίστηκε με την Σπάρτη και την Κόρινθο με αποτέλεσμα να επέλθει οριστική σύγκρουση με την Αθήνα, η οποία και της επιτέθηκε το 458 π.Χ. Στη ναυμαχία που ακολούθησε οι Αιγινήτες ηττήθηκαν και έπειτα η πρωτεύουσά τους καταλήφθηκε από τους Αθηναίους. Απότοκος της ήττας ήταν το γκρέμισμα των τειχών της πόλης, η παράδοση των πλοίων και η επιβολή φόρου υποτέλειας. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431 – 404 π.Χ) οι Αιγινήτες εκδιώχθηκαν στην Πελοπόννησο κι επέστρεψαν μετά το τέλος του πολέμου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Αίγινα απώλεσε κάθε αίγλη της, καταλήγοντας διαδοχικά στους Αιτωλούς, τους Περγαμηνούς και τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος πέρασε από το νησί το 150 μ.Χ., στην Αίγινα δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο, ενώ το ιστορικό λιμάνι της είχε καταστραφεί εντελώς. Λόγω των επιδρομών των Γότθων και των Ερούλων στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, μεγάλοι πληθυσμοί μετακινήθηκαν στην Αίγινα, η οποία γνώρισε μια δεύτερη ακμή. Κατά τον 10ο αιώνα οι επιδρομές των πειρατών ανάγκασαν έναν μέρος των κατοίκων να μεταναστεύσει, ενώ τότε πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά της πρωτεύουσας στην ενδοχώρα και συγκεκριμένα στην Παλαιά Χώρα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα, όταν η πειρατεία πήρε μεγάλες διαστάσεις, λόγω της αποφάσεως του Ιωάννου Β’ Κομνηνού να διακόψει τα κονδύλια προς το ναυτικό, η Αίγινα έγινε το βασικό ορμητήριο των πειρατών, ιδίως για τις επιθέσεις τους προς την Αττική, τους κατοίκους της οποίας τρομοκρατούν αρπάζοντας υλικά αγαθά, ζώα, ανθρώπους για σκλάβους ή για λύτρα, και βεβαίως σκοτώνουν πολλούς κατοίκους συχνά με βασανιστικό τρόπο ή απλώς τους ακρωτηριάζουν. Ο δε Μητροπολίτης των Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζει την Αίγινα ως «φωλιά των πειρατών».
Κατά τους επόμενους αιώνες η Αίγινα υποτάχθηκε από τους Φράγκους (1204 – 1317), τους Καταλανούς (1451 – 1540), τους Ενετούς (1451 – 1540 και 1687 – 1715) και τους Οθωμανούς (1540 – 1687 και 1715 – 1821). Η σημαντικότερη όμως καταστροφή πραγματοποιήθηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος λεηλάτησε την πρωτεύουσα και αιχμαλώτισε περί τους 4.000 με 7.000 Αιγινήτες. Στο τέλος του 18ου αιώνα, οι Αιγινήτες εγκατέλειψαν την Παλιά Χώρα και εγκαταστάθηκαν στην θέση της αρχαίας πόλης της Αίγινας.
Την περίοδο της Επανάστασης του 1821, κατέφυγαν στην Αίγινα χιλιάδες κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και του Ανατολικού Αιγαίου και ιδιαίτερα των περιοχών του Γαλαξειδίου, των Ψαρών και της Αθήνας. Υπολογίζεται ότι στην Επανάσταση συμμετείχαν περίπου 400 Αιγινήτες. Την περίοδο 1826 – 1827 η ελληνική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο νησί, αφού η ορισθείσα πρωτεύουσα πόλη του Ναυπλίου δεν παρείχε τότε την αναγκαία ασφάλεια και το 1827 η Αίγινα ορίστηκε και επίσημα ως -προσωρινή- πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ιδιότητα που διατήρησε ως το 1829, με την μεταφορά πλέον της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Εντγκάρ Κινέ (Edgar Quinet), την εποχή του Καποδίστρια ο πληθυσμός ανερχόταν στους 10.000 κατοίκους, μαζί με τους πρόσφυγες -που έφτασαν να αποτελούν το 70% των κατοίκων- ενώ σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός ανερχόταν σε 40.000. Εκείνη την περίοδο κατασκευάστηκαν τα κτίρια του Ορφανοτροφείου, στο οποίο στεγάστηκαν το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο και το Εθνικό Τυπογραφείο, του Αρχαιολογικού Μουσείου και του Κυβερνείου, στο οποίο στεγάστηκε η πρώτη βιβλιοθήκη της χώρας.
Το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε στην Αίγινα -αλλά και γενικά στην απελευθερωμένη Ελλάδα- ήταν το Κεντρικό Σχολείο που ίδρυσε ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1829. Σκοπός του σχολείου αυτού, τριετούς φοιτήσεως, ήταν να δημιουργηθούν δάσκαλοι αλλά και στελέχη για τις κρατικές υπηρεσίες. Το Κεντρικό Σχολείο στεγάστηκε στο Εϋνάρδειο, κτίριο στο οποίο προηγουμένως συνεδρίαζε το Πανελλήνιον και το οποίο είχε κατασκευαστεί με συνδρομή του Ελβετού φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδου. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το σχολείο έκλεισε τον Ιανουάριο του 1832. Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, στο νησί λειτουργούσε Σχολαρχείο, δηλαδή κάτι ανάλογο με το σημερινό Γυμνάσιο. Από το 1932, το σχολείο στεγάζεται στο χώρο του Κυβερνείου, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Γερμανική Κατοχή, από το 1945 στην Αίγινα λειτουργεί ως παράρτημα του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Πειραιά και από το 1959 το σχολείο παύει να είναι παράρτημα και λειτουργεί πλέον ως Γυμνάσιο Αίγινας.
Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ελλάδας η Αίγινα άρχισε να παρακμάζει, ενώ σταδιακά ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά το ήμισυ. Επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, τη δεκαετία του 1930, είχε προβλεφθεί η κατασκευή ναυτικών οχυρών στην Πέρδικα και στον Τούρλο, τα οποία μαζί με το ναυτικό οχυρό των Φλεβών και τα πυροβολεία της Πούντας και του Κεράμου αποτέλεσαν το τμήμα της ελληνικής παράκτιας άμυνας, που έγινε γνωστή ως «Ναυτικά Οχυρά Σαρωνικού». Το 1940 το Πολεμικό Ναυτικό προχώρησε στην πόντιση ναρκών στις θαλάσσιες περιοχές Τούρλου – Φλεβών και Μονής Αιγίνης – Αγίου Γεωργίου Μεθάνων, δημιουργώντας έτσι ένα προστατευμένο μέτωπο. Τον Απρίλιο του 1941 γερμανικά αεροπλάνα τύπου στούκας βομβάρδισαν τρεις φορές το νησί της Αίγινας καταστρέφοντας τους δύο λιμενοβραχίονες στο λιμάνι. Τον Μάιο του ίδιου έτους γερμανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν τα οχυρά του Τούρλου και της Πέρδικας και τον Ιανουάριο του 1942 το γερμανικό υποβρύχιο U-133 βυθίστηκε από νάρκη στα ανοιχτά του Τούρλου.
Η Αίγινα έχει σημαντικά αξιοθέατα όπως ο Ναός της Αφαίας, η Παλαιοχώρα, τα υπολείμματα του ναού του Ελλανίου Διός, ο προϊστορικός οικισμός της Κολώνας (με τη μονολιθική κολώνα, που έχει διασωθεί από τον ναό και αποτελούσε για χρόνια σημάδι προσανατολισμού για τους Βενετσιάνους ναυτικούς, οι οποίοι και ονόμασαν την περιοχή Colonna), ο Πύργος του Μαρκέλλου, η Μητρόπολη, το Μουσείο Καπράλου, το Λαογραφικό Μουσείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι πιό γνωστές παραλίες του νησιού είναι ο Μαραθώνας, η Αγία Μαρίνα, η Πέρδικα και η Σουβάλα. Δημοφιλές τουριστικό κέντρο αποτελεί επίσης το επιβλητικό Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου μαζί με τον υπερμεγέθη ιερό ναό, καθώς και πληθώρα εκκλησιών που διασώθηκαν μετά την Tουρκοκρατία.
Ξεκινώντας την επίσκεψή του σε αξιοθέατα και μνημεία της Αίγινας από τη χώρα του νησιού, ο επισκέπτης θα παρατηρήσει το Άγαλμα της Μάνας που στέκει επιβλητικό έξω από το Μουσείο του Χρήστου Καπράλου, συμβολίζοντας τη μάνα που περιμένει τον ναυτικό γιο της. Λίγο πιο μακριά, θα δει από μια πολύ χαρακτηριστική γωνία το σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη -το «κουκούλι» του, όπως του άρεσε να το λέει- όπου έμεινε για πολλά χρόνια και απομονωνόταν για μεγάλα διαστήματα, απολαμβάνοντας τη μαγευτική θέα του Αργοσαρωνικού. Στη συγκεκριμένη κατοικία αξιοπρόσεκτη είναι η λιτή αρχιτεκτονική, ενώ ο χώρος αποπνέει μια γενικότερη ασκητική διάθεση.
Όταν στη συνέχεια ο επισκέπτης φτάσει στον Ναό της Αφαίας -και αν φυσικά η ατμόσφαιρα είναι καθαρή- θα μπορέσει να διακρίνει την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, αλλά ακόμα και και τον Ναό του Ποσειδώνα, στο Σούνιο. Ο Ναός της Αφαίας δεσπόζει στην κορυφή ενός πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό μέρος της Αίγινας και θεωρείται το σπουδαιότερο σωζόμενο μνημείο και είναι αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία, ενώ χτίστηκε σε χώρο όπου υπήρχε λατρευτική δραστηριότητα ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, με την κατασκευή του να χρονολογείται στο 500 – 490 π.Χ.
Η Αίγινα είχε έναν αξιόλογο σπογγαλιευτικό στόλο μέχρι και την δεκαετία του 1970. Η μεγαλύτερη ακμή αυτής της δραστηριότητας έλαβε χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολώντας περί τους χιλίους ναύτες και βουτηχτάδες. Κατά την περίοδο της Κατοχής η σπογγαλιεία είχε διακοπεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί Αιγινήτες μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου και εργάστηκαν ως δύτες και σφουγγαραδες στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριντα των ΗΠΑ. Η παραθαλάσσια αυτή πόλη, μετά την έλευση έμπειρων δυτών από την Ελλάδα, μετατράπηκε γρήγορα σε πρωτεύουσα της σπογγαλιείας. Το 1971 υπολογίζεται ότι οι ψαράδες αποτελούσαν το 40% του εργατικού δυναμικού της Αίγινας, ενω οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι το υπόλοιπο 30%. Σήμερα η αλιευτική δραστηριότητα του νησιού παραμένει αυξημένη, εστιασμένη κυρίως στην κατσούλα, τον γλανιό, τα μπαρμπούνια και τα λιθρίνια, ενώ η κτηνοτροφική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Στην Αίγινα υπάρχουν σημαντικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ στο νησί αυτό καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά η πατάτα, ύστερα από πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια. Οι κάτοικοι παραδοσιακά καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, αρακά, ρεβύθια κ.α., ενώ διατηρούσαν και σημαντικές εκτάσεις αμπελιών, η καλλιέργεια όμως των οποίων μετά την εισαγωγή της καλλιέργειας της φιστικιάς αλλά και της φυλλοξήρας, υποχώρησε. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί, το 1950 τα αμπέλια κάλυπταν εκτάσεις 13.500 στρεμμάτων, ενώ το 1961 μόλις 4.382 στρεμμάτων.
Το 1896, ο γιατρός Νικόλαος Περόγλου ξεκίνησε την συστηματική καλλιέργεια φιστικιού, η οποία σύντομα άρχισε να γίνεται δημοφιλής στους κατοίκους του νησιού. Από το 1950, η καλλιέργεια του φιστικιού είχε ξεπεράσει σε σημαντικό βαθμό την υπόλοιπη γεωργική δραστηριότητα, κυρίως λόγω του μεγάλου κέρδους που απέδιδε. Η ποιότητα του Φιστικιού Αιγίνης, ονομασία που κατοχυρώθηκε ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης το 1996, θεωρείται διεθνώς εξαιρετική και υπερτερεί σε σχέση με αρκετές ξένες ποικιλίες, γεγονός που οφείλεται στις ιδιαίτερες -ξηρές- κλιματικές συνθήκες του νησιού και στα ηφαιστειογενή χαρακτηριστικά του εδάφους.
Οι καρποί της Φιστικιάς έχουν κάνει γνωστή την Αίγινα παγκοσμίως. Σήμερα, οι μισοί φιστικοπαραγωγοί είναι μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Φιστικοπαραγωγών Αιγίνης. Υπολογίζεται ότι οι φιστικιές της καλύπτουν 29.000 στρέμματα ενώ η συνολική παραγωγή αγγίζει ετησίως τους 2.700 τόνους. Τα τελευταία χρόνια, στα μέσα Σεπτεμβρίου, διοργανώνεται κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Φιστικιού με την ονομασία “Fistiki Fest”.
Η Αίγινα είναι ένας ιδανικός νησιωτικός προορισμός για οικονομικές διακοπές, σε απόσταση μιας ώρας από την Αθήνα. Υπάρχει πληθώρα ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων δωματίων, ενώ αποτελεί δημοφιλές πέρασμα για ιστιοπλοϊκά και ταχύπλοα σκάφη. Το νησί εξυπηρετείται από τοπικά πούλμαν, έχει οργανωμένο δίκτυο μετακίνησης με λεωφορεία ΚΤΕΛ που βρίσκεται στην πλατεία Εθνεγερσίας απέναντι από το λιμάνι, ενώ στο νότιο άκρο του, 9 χλμ. από το λιμάνι της Αίγινας βρίσκεται το τουριστικό θέρετρο της Πέρδικας από όπου τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχει συχνή καθημερινή σύνδεση, με καΐκι, με το νησάκι της Μονής.
Η Αίγινα διαθέτει όλων των ειδών τις παραλίες, οργανωμένες ή ελεύθερες, με εύκολη πρόσβαση ή απομακρυσμένες. Η πιο γνωστή και πολυσύχναστη, είναι αυτή της Αγίας Μαρίνας. Είναι οργανωμένη και προσφέρεται τόσο για οικογένειες που θέλουν απλώς να απολαύσουν το μπάνιο τους όσο και για τους νέους που θέλουν να μπουν στο ρυθμό της μουσικής και να χορέψουν μπροστά από τα beach bars.
Στο βόρειο κομμάτι του νησιού, οι παραλίες που πρέπει να επισκεφθεί κανείς είναι σίγουρα η παραλία των Λουτρών Σουβάλας και της Βαγίας. Στο νότιο κομμάτι, ο Μαραθώνας και η Πέρδικα. Εκεί θα σας εκπλήξει ευχάριστα η ηρεμία και ο εξωτικός χαρακτήρας των νερών της Μονής, του νησιού απέναντι από την παραλία της Πέρδικας.
Το ταξίδι με το πλοίο είναι πολύ σύντομο και ευχάριστο, ειδικά όταν με καλό καιρό οι γλάροι το συνοδεύουν σχεδόν σε όλη τη διαδρομή. Φτάνοντας στο λιμάνι της Αίγινας, ο επισκέπτης αντικρίζει αμέσως το νεοκλασικό στυλ των σπιτιών του νησιού, αισθάνεται τη θαλασσινή αύρα, περνά από αυλές που μυρίζουν γιασεμί κι έχουν μονόχρωμες πόρτες με βουκαμβίλιες, ενώ οι βόλτες στα γραφικά σοκάκια δημιουργούν ένα όμορφο και νοσταλγικό σκηνικό.
Τα παραδοσιακά καφενεία τα συναντά κανείς παντού κατά μήκος του λιμανιού της Αίγινας, την ώρα που οι άμαξες που βρίσκονται στον κεντρικό δρόμο θυμίζουν τις συνήθειες μιας άλλης εποχής και μία πρωινή βόλτα είναι αρκετή για να ταξιδέψει κανείς πίσω στον χρόνο. Εύκολα, με σχετικά λίγα χρήματα και καλή παρέα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν πανέμορφες εικόνες και στιγμές σε ένα νησί με ιστορία και σημαντικά αξιοθέατα, έναν θησαυρό που βρίσκεται μια ανάσα μακριά από την Αθήνα.
ellines.com
Κατά την αρχαιότητα ήταν εποικιστικό κέντρο Πελοποννησίων, Μυρμιδόνων και Αιγιατών. Αργότερα, εντάχθηκε μαζί με άλλες ναυτικές πόλεις στο θεσμό της Αμφικτυονίας της Καλαυρίας, συμμετείχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ενάντια στους Πέρσες και κατά την κλασική εποχή ήταν πόλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η πόλη της Αίγινας ήταν και η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Σήμερα, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση, πληθυσμό και ανάπτυξη νησί του Αργοσαρωνικού αφού προσελκύει αρκετό κόσμο λόγω της εγγύτητάς της με την Αθήνα, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες ο τουρισμός να αποτελεί την βασικότερη οικονομική δραστηριότητα του νησιού.
Η μυθολογία θέλει την Αίγινα να οφείλει την ονομασία της στην κόρη του Θεού Ασωπού Αίγινα, την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας και την απήγαγε στο νησί Οινώνη που μετονομάστηκε σε Αίγινα. Η στρατηγική της θέση κατά την αρχαιότητα φαίνεται ότι ήταν ο λόγος που κατοικήθηκε πριν από το 3.500 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Αίγινα υπήρξε αποικία της Επιδαύρου. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί Μινωικά κεραμικά του 2000 π.Χ. περίπου, όπως και κοσμήματα από χρυσό που ανήκουν στη ύστερη περίοδο της Μυκηναϊκής τέχνης, τα οποία συνηγορούν στην εκδοχή της διατήρησης του μυκηναϊκού πολιτισμού για μερικές γενιές μετά την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι φαίνεται να κατέκτησαν το νησί το 950 π.Χ.
Τον 7ο αιώνα π.Χ. η Αίγινα συμμετείχε στην πολιτική ομοσπονδία υπό την ονομασία Αμφικτιονία της Καλαυρίας μαζί με την Αθήνα, το Βοιωτικό Ορχομενό, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη και τη Ναυπλία, με σκοπό την πάταξη της ακμάζουσας πειρατείας στο Αιγαίο, λόγω της παρακμής των Μυκηναίων. Κατά την αρχαϊκή εποχή (734 – 459 π.Χ.) η Αίγινα γνώρισε μεγάλη ακμή εξελισσόμενη σε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη της εποχής αναπτύσσοντας εξαγωγικό εμπόριο πήλινων αγγείων και αρωμάτων εγχώριας παραγωγής. Οι Αιγινήτες υπήρξαν οι πρώτοι που έφτιαξαν ασημένια νομίσματα στον ελλαδικό χώρο, λίγες δεκαετίες μετά την επινόηση του νομίσματος από τους Λυδούς. Επίσης, οι Αιγινήτες είχαν σημαντικά συμφέροντα στον Ελλήσποντο ενώ ήταν μέτοχοι στον εμπορικό σταθμό της αιγυπτιακής πόλης Ναυκράτιδος.
Η ναυτική πρωτοκαθεδρία της Αίγινας και η εδραίωση της ολιγαρχικής παράταξης στην εξουσία αποτελούσε εμπόδιο στις επιδιώξεις της Αθήνας με αποτέλεσμα ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. να παρατηρείται ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι στους Μηδικούς Πολέμους είχαν υποστηρίξει τον Δαρείο, στους Περσικούς Πολέμους συνασπίστηκαν με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, λαμβάνοντας μαζί με τους Αθηναίους τα πρωτεία.
Μετά το τέλος του πολέμου η Αίγινα συνασπίστηκε με την Σπάρτη και την Κόρινθο με αποτέλεσμα να επέλθει οριστική σύγκρουση με την Αθήνα, η οποία και της επιτέθηκε το 458 π.Χ. Στη ναυμαχία που ακολούθησε οι Αιγινήτες ηττήθηκαν και έπειτα η πρωτεύουσά τους καταλήφθηκε από τους Αθηναίους. Απότοκος της ήττας ήταν το γκρέμισμα των τειχών της πόλης, η παράδοση των πλοίων και η επιβολή φόρου υποτέλειας. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431 – 404 π.Χ) οι Αιγινήτες εκδιώχθηκαν στην Πελοπόννησο κι επέστρεψαν μετά το τέλος του πολέμου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Αίγινα απώλεσε κάθε αίγλη της, καταλήγοντας διαδοχικά στους Αιτωλούς, τους Περγαμηνούς και τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος πέρασε από το νησί το 150 μ.Χ., στην Αίγινα δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο, ενώ το ιστορικό λιμάνι της είχε καταστραφεί εντελώς. Λόγω των επιδρομών των Γότθων και των Ερούλων στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, μεγάλοι πληθυσμοί μετακινήθηκαν στην Αίγινα, η οποία γνώρισε μια δεύτερη ακμή. Κατά τον 10ο αιώνα οι επιδρομές των πειρατών ανάγκασαν έναν μέρος των κατοίκων να μεταναστεύσει, ενώ τότε πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά της πρωτεύουσας στην ενδοχώρα και συγκεκριμένα στην Παλαιά Χώρα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα, όταν η πειρατεία πήρε μεγάλες διαστάσεις, λόγω της αποφάσεως του Ιωάννου Β’ Κομνηνού να διακόψει τα κονδύλια προς το ναυτικό, η Αίγινα έγινε το βασικό ορμητήριο των πειρατών, ιδίως για τις επιθέσεις τους προς την Αττική, τους κατοίκους της οποίας τρομοκρατούν αρπάζοντας υλικά αγαθά, ζώα, ανθρώπους για σκλάβους ή για λύτρα, και βεβαίως σκοτώνουν πολλούς κατοίκους συχνά με βασανιστικό τρόπο ή απλώς τους ακρωτηριάζουν. Ο δε Μητροπολίτης των Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζει την Αίγινα ως «φωλιά των πειρατών».
Κατά τους επόμενους αιώνες η Αίγινα υποτάχθηκε από τους Φράγκους (1204 – 1317), τους Καταλανούς (1451 – 1540), τους Ενετούς (1451 – 1540 και 1687 – 1715) και τους Οθωμανούς (1540 – 1687 και 1715 – 1821). Η σημαντικότερη όμως καταστροφή πραγματοποιήθηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος λεηλάτησε την πρωτεύουσα και αιχμαλώτισε περί τους 4.000 με 7.000 Αιγινήτες. Στο τέλος του 18ου αιώνα, οι Αιγινήτες εγκατέλειψαν την Παλιά Χώρα και εγκαταστάθηκαν στην θέση της αρχαίας πόλης της Αίγινας.
Την περίοδο της Επανάστασης του 1821, κατέφυγαν στην Αίγινα χιλιάδες κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και του Ανατολικού Αιγαίου και ιδιαίτερα των περιοχών του Γαλαξειδίου, των Ψαρών και της Αθήνας. Υπολογίζεται ότι στην Επανάσταση συμμετείχαν περίπου 400 Αιγινήτες. Την περίοδο 1826 – 1827 η ελληνική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο νησί, αφού η ορισθείσα πρωτεύουσα πόλη του Ναυπλίου δεν παρείχε τότε την αναγκαία ασφάλεια και το 1827 η Αίγινα ορίστηκε και επίσημα ως -προσωρινή- πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ιδιότητα που διατήρησε ως το 1829, με την μεταφορά πλέον της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Εντγκάρ Κινέ (Edgar Quinet), την εποχή του Καποδίστρια ο πληθυσμός ανερχόταν στους 10.000 κατοίκους, μαζί με τους πρόσφυγες -που έφτασαν να αποτελούν το 70% των κατοίκων- ενώ σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός ανερχόταν σε 40.000. Εκείνη την περίοδο κατασκευάστηκαν τα κτίρια του Ορφανοτροφείου, στο οποίο στεγάστηκαν το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο και το Εθνικό Τυπογραφείο, του Αρχαιολογικού Μουσείου και του Κυβερνείου, στο οποίο στεγάστηκε η πρώτη βιβλιοθήκη της χώρας.
Το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε στην Αίγινα -αλλά και γενικά στην απελευθερωμένη Ελλάδα- ήταν το Κεντρικό Σχολείο που ίδρυσε ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1829. Σκοπός του σχολείου αυτού, τριετούς φοιτήσεως, ήταν να δημιουργηθούν δάσκαλοι αλλά και στελέχη για τις κρατικές υπηρεσίες. Το Κεντρικό Σχολείο στεγάστηκε στο Εϋνάρδειο, κτίριο στο οποίο προηγουμένως συνεδρίαζε το Πανελλήνιον και το οποίο είχε κατασκευαστεί με συνδρομή του Ελβετού φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδου. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το σχολείο έκλεισε τον Ιανουάριο του 1832. Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, στο νησί λειτουργούσε Σχολαρχείο, δηλαδή κάτι ανάλογο με το σημερινό Γυμνάσιο. Από το 1932, το σχολείο στεγάζεται στο χώρο του Κυβερνείου, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Γερμανική Κατοχή, από το 1945 στην Αίγινα λειτουργεί ως παράρτημα του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Πειραιά και από το 1959 το σχολείο παύει να είναι παράρτημα και λειτουργεί πλέον ως Γυμνάσιο Αίγινας.
Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ελλάδας η Αίγινα άρχισε να παρακμάζει, ενώ σταδιακά ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά το ήμισυ. Επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, τη δεκαετία του 1930, είχε προβλεφθεί η κατασκευή ναυτικών οχυρών στην Πέρδικα και στον Τούρλο, τα οποία μαζί με το ναυτικό οχυρό των Φλεβών και τα πυροβολεία της Πούντας και του Κεράμου αποτέλεσαν το τμήμα της ελληνικής παράκτιας άμυνας, που έγινε γνωστή ως «Ναυτικά Οχυρά Σαρωνικού». Το 1940 το Πολεμικό Ναυτικό προχώρησε στην πόντιση ναρκών στις θαλάσσιες περιοχές Τούρλου – Φλεβών και Μονής Αιγίνης – Αγίου Γεωργίου Μεθάνων, δημιουργώντας έτσι ένα προστατευμένο μέτωπο. Τον Απρίλιο του 1941 γερμανικά αεροπλάνα τύπου στούκας βομβάρδισαν τρεις φορές το νησί της Αίγινας καταστρέφοντας τους δύο λιμενοβραχίονες στο λιμάνι. Τον Μάιο του ίδιου έτους γερμανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν τα οχυρά του Τούρλου και της Πέρδικας και τον Ιανουάριο του 1942 το γερμανικό υποβρύχιο U-133 βυθίστηκε από νάρκη στα ανοιχτά του Τούρλου.
Η Αίγινα έχει σημαντικά αξιοθέατα όπως ο Ναός της Αφαίας, η Παλαιοχώρα, τα υπολείμματα του ναού του Ελλανίου Διός, ο προϊστορικός οικισμός της Κολώνας (με τη μονολιθική κολώνα, που έχει διασωθεί από τον ναό και αποτελούσε για χρόνια σημάδι προσανατολισμού για τους Βενετσιάνους ναυτικούς, οι οποίοι και ονόμασαν την περιοχή Colonna), ο Πύργος του Μαρκέλλου, η Μητρόπολη, το Μουσείο Καπράλου, το Λαογραφικό Μουσείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι πιό γνωστές παραλίες του νησιού είναι ο Μαραθώνας, η Αγία Μαρίνα, η Πέρδικα και η Σουβάλα. Δημοφιλές τουριστικό κέντρο αποτελεί επίσης το επιβλητικό Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου μαζί με τον υπερμεγέθη ιερό ναό, καθώς και πληθώρα εκκλησιών που διασώθηκαν μετά την Tουρκοκρατία.
Ξεκινώντας την επίσκεψή του σε αξιοθέατα και μνημεία της Αίγινας από τη χώρα του νησιού, ο επισκέπτης θα παρατηρήσει το Άγαλμα της Μάνας που στέκει επιβλητικό έξω από το Μουσείο του Χρήστου Καπράλου, συμβολίζοντας τη μάνα που περιμένει τον ναυτικό γιο της. Λίγο πιο μακριά, θα δει από μια πολύ χαρακτηριστική γωνία το σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη -το «κουκούλι» του, όπως του άρεσε να το λέει- όπου έμεινε για πολλά χρόνια και απομονωνόταν για μεγάλα διαστήματα, απολαμβάνοντας τη μαγευτική θέα του Αργοσαρωνικού. Στη συγκεκριμένη κατοικία αξιοπρόσεκτη είναι η λιτή αρχιτεκτονική, ενώ ο χώρος αποπνέει μια γενικότερη ασκητική διάθεση.
Όταν στη συνέχεια ο επισκέπτης φτάσει στον Ναό της Αφαίας -και αν φυσικά η ατμόσφαιρα είναι καθαρή- θα μπορέσει να διακρίνει την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, αλλά ακόμα και και τον Ναό του Ποσειδώνα, στο Σούνιο. Ο Ναός της Αφαίας δεσπόζει στην κορυφή ενός πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό μέρος της Αίγινας και θεωρείται το σπουδαιότερο σωζόμενο μνημείο και είναι αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία, ενώ χτίστηκε σε χώρο όπου υπήρχε λατρευτική δραστηριότητα ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, με την κατασκευή του να χρονολογείται στο 500 – 490 π.Χ.
Η Αίγινα είχε έναν αξιόλογο σπογγαλιευτικό στόλο μέχρι και την δεκαετία του 1970. Η μεγαλύτερη ακμή αυτής της δραστηριότητας έλαβε χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολώντας περί τους χιλίους ναύτες και βουτηχτάδες. Κατά την περίοδο της Κατοχής η σπογγαλιεία είχε διακοπεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί Αιγινήτες μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου και εργάστηκαν ως δύτες και σφουγγαραδες στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριντα των ΗΠΑ. Η παραθαλάσσια αυτή πόλη, μετά την έλευση έμπειρων δυτών από την Ελλάδα, μετατράπηκε γρήγορα σε πρωτεύουσα της σπογγαλιείας. Το 1971 υπολογίζεται ότι οι ψαράδες αποτελούσαν το 40% του εργατικού δυναμικού της Αίγινας, ενω οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι το υπόλοιπο 30%. Σήμερα η αλιευτική δραστηριότητα του νησιού παραμένει αυξημένη, εστιασμένη κυρίως στην κατσούλα, τον γλανιό, τα μπαρμπούνια και τα λιθρίνια, ενώ η κτηνοτροφική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Στην Αίγινα υπάρχουν σημαντικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ στο νησί αυτό καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά η πατάτα, ύστερα από πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια. Οι κάτοικοι παραδοσιακά καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, αρακά, ρεβύθια κ.α., ενώ διατηρούσαν και σημαντικές εκτάσεις αμπελιών, η καλλιέργεια όμως των οποίων μετά την εισαγωγή της καλλιέργειας της φιστικιάς αλλά και της φυλλοξήρας, υποχώρησε. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί, το 1950 τα αμπέλια κάλυπταν εκτάσεις 13.500 στρεμμάτων, ενώ το 1961 μόλις 4.382 στρεμμάτων.
Το 1896, ο γιατρός Νικόλαος Περόγλου ξεκίνησε την συστηματική καλλιέργεια φιστικιού, η οποία σύντομα άρχισε να γίνεται δημοφιλής στους κατοίκους του νησιού. Από το 1950, η καλλιέργεια του φιστικιού είχε ξεπεράσει σε σημαντικό βαθμό την υπόλοιπη γεωργική δραστηριότητα, κυρίως λόγω του μεγάλου κέρδους που απέδιδε. Η ποιότητα του Φιστικιού Αιγίνης, ονομασία που κατοχυρώθηκε ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης το 1996, θεωρείται διεθνώς εξαιρετική και υπερτερεί σε σχέση με αρκετές ξένες ποικιλίες, γεγονός που οφείλεται στις ιδιαίτερες -ξηρές- κλιματικές συνθήκες του νησιού και στα ηφαιστειογενή χαρακτηριστικά του εδάφους.
Οι καρποί της Φιστικιάς έχουν κάνει γνωστή την Αίγινα παγκοσμίως. Σήμερα, οι μισοί φιστικοπαραγωγοί είναι μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Φιστικοπαραγωγών Αιγίνης. Υπολογίζεται ότι οι φιστικιές της καλύπτουν 29.000 στρέμματα ενώ η συνολική παραγωγή αγγίζει ετησίως τους 2.700 τόνους. Τα τελευταία χρόνια, στα μέσα Σεπτεμβρίου, διοργανώνεται κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Φιστικιού με την ονομασία “Fistiki Fest”.
Η Αίγινα είναι ένας ιδανικός νησιωτικός προορισμός για οικονομικές διακοπές, σε απόσταση μιας ώρας από την Αθήνα. Υπάρχει πληθώρα ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων δωματίων, ενώ αποτελεί δημοφιλές πέρασμα για ιστιοπλοϊκά και ταχύπλοα σκάφη. Το νησί εξυπηρετείται από τοπικά πούλμαν, έχει οργανωμένο δίκτυο μετακίνησης με λεωφορεία ΚΤΕΛ που βρίσκεται στην πλατεία Εθνεγερσίας απέναντι από το λιμάνι, ενώ στο νότιο άκρο του, 9 χλμ. από το λιμάνι της Αίγινας βρίσκεται το τουριστικό θέρετρο της Πέρδικας από όπου τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχει συχνή καθημερινή σύνδεση, με καΐκι, με το νησάκι της Μονής.
Η Αίγινα διαθέτει όλων των ειδών τις παραλίες, οργανωμένες ή ελεύθερες, με εύκολη πρόσβαση ή απομακρυσμένες. Η πιο γνωστή και πολυσύχναστη, είναι αυτή της Αγίας Μαρίνας. Είναι οργανωμένη και προσφέρεται τόσο για οικογένειες που θέλουν απλώς να απολαύσουν το μπάνιο τους όσο και για τους νέους που θέλουν να μπουν στο ρυθμό της μουσικής και να χορέψουν μπροστά από τα beach bars.
Στο βόρειο κομμάτι του νησιού, οι παραλίες που πρέπει να επισκεφθεί κανείς είναι σίγουρα η παραλία των Λουτρών Σουβάλας και της Βαγίας. Στο νότιο κομμάτι, ο Μαραθώνας και η Πέρδικα. Εκεί θα σας εκπλήξει ευχάριστα η ηρεμία και ο εξωτικός χαρακτήρας των νερών της Μονής, του νησιού απέναντι από την παραλία της Πέρδικας.
Το ταξίδι με το πλοίο είναι πολύ σύντομο και ευχάριστο, ειδικά όταν με καλό καιρό οι γλάροι το συνοδεύουν σχεδόν σε όλη τη διαδρομή. Φτάνοντας στο λιμάνι της Αίγινας, ο επισκέπτης αντικρίζει αμέσως το νεοκλασικό στυλ των σπιτιών του νησιού, αισθάνεται τη θαλασσινή αύρα, περνά από αυλές που μυρίζουν γιασεμί κι έχουν μονόχρωμες πόρτες με βουκαμβίλιες, ενώ οι βόλτες στα γραφικά σοκάκια δημιουργούν ένα όμορφο και νοσταλγικό σκηνικό.
Τα παραδοσιακά καφενεία τα συναντά κανείς παντού κατά μήκος του λιμανιού της Αίγινας, την ώρα που οι άμαξες που βρίσκονται στον κεντρικό δρόμο θυμίζουν τις συνήθειες μιας άλλης εποχής και μία πρωινή βόλτα είναι αρκετή για να ταξιδέψει κανείς πίσω στον χρόνο. Εύκολα, με σχετικά λίγα χρήματα και καλή παρέα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν πανέμορφες εικόνες και στιγμές σε ένα νησί με ιστορία και σημαντικά αξιοθέατα, έναν θησαυρό που βρίσκεται μια ανάσα μακριά από την Αθήνα.
ellines.com